- ολοτροφικός
- -ή, -ό1. βιολ. (για οργανισμό) αυτός ο οποίος τυπικά συνθέτει όλα τα οργανικά συστατικά του από ανόργανα υποστρώματα με τη διαδικασία τής φωτοσύνθεσης, όπως είναι λ.χ. τα φυτά, αλλ. αυτότροφος, ολοφυτικός και φωτοτροφικός2. ζωολ. (για αρπακτικό) αυτός που θηρεύει μόνον ένα είδος λείας.
Dictionary of Greek. 2013.